βαρβατιά

βαρβατιά
η
1) см. βαρβάτιασμα; 2) толпа мужчин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "βαρβατιά" в других словарях:

  • βαρβατιά — η ο γενετήσιος οργασμός, η έντονη σεξουαλική επιθυμία: Γέρασε κι ακόμη τον βασανίζει η βαρβατιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρβατιά — η [βαρβάτος] η βαρβατίλα …   Dictionary of Greek

  • βαρβάτιασμα — το βλ. βαρβατιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρβατίλα — η 1.η βαρβατιά. 2. η χαρακτηριστική κακοσμία που προέρχεται από ζώα που βρίσκονται σε περίοδο γενετήσιου οργασμού, μτφ. και για άντρες: Ήταν όλοι άπλυτοι και μύριζε ο στρατώνας από βαρβατίλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»